παρμενίδειος

παρμενίδειος
-α, -ο / παρμενίδειος, -ον, ΝΑ [Παρμενίδης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρμενίδη, θεμελιωτή τής ελεατικής φιλοσοφίας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Παρμενίδεια
τα συγγράμματα τού Παρμενίδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Παρμενίδειος — of Parmenides masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρμενιδείων — Παρμενίδειος of Parmenides fem gen pl Παρμενίδειος of Parmenides masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρμενίδειον — Παρμενίδειος of Parmenides masc acc sg Παρμενίδειος of Parmenides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρμενιδείοις — Παρμενίδειος of Parmenides masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρμενιδείου — Παρμενίδειος of Parmenides masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρμενιδείῳ — Παρμενίδειος of Parmenides masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρμενίδεια — Παρμενίδειος of Parmenides neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”